- καυλῷ
- καυλόςstemmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυλώ — καυλῶ, έω (Α) [καυλός] σχηματίζω βλαστό … Dictionary of Greek
καυλῶ — καυλέω form a stalk pres subj act 1st sg (attic epic doric) καυλέω form a stalk pres ind act 1st sg (attic epic doric) καυλός stem masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
διακαυλώ — διακαυλῶ ( έω) (Α) [καυλώ] (για φυτά) σχηματίζω καυλό, στερεό βλαστό … Dictionary of Greek
προσκαυλώ — έω, Α εκφύομαι με τη μορφή καυλού, βλαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καυλῶ «σχηματίζω καυλό, βλαστό»] … Dictionary of Greek